Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολικότης — ὁλικότης, ητος, ἡ (Α) [ολικός] η ολότητα, το σύνολο … Dictionary of Greek
ὁλικότητα — ὁλικότης universality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)